- πολυχρηστία
- ἡ, Α [πολύχρηστος]μεγάλη χρησιμότητα, μεγάλη ωφελιμότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυχρηστίᾳ — πολυχρηστίᾱͅ , πολυχρηστία great usefulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχρηστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», Αριστοτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύχρηστον η πολυχρηστία*. επίρρ... πολυχρήστως κατά πολύχρηστο τρόπο.… … Dictionary of Greek